Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Αγύριστο κεφάλι

Φυσάει ένας αέρας που σαρώνει
ενθύμια παλιά και φυλακτά
Οι ήρωες το σκάνε απ' την οθόνη
ξυλάρμενοι τραβανε στ'ανοιχτα

Πού μας πηγαίνει αυτό το τρεχαντήρι,
δεν ξέρω γέμισε μου το ποτήρι
πού μας πηγαίνει αυτό το τρεχαντήρι,
δεν ξέρω γέμισε μου το ποτήρι

Τα μάρμαρα στο φως αντιφεγγίζουν
σε ποιο ταξίδι σ' έχω ξαναδεί
τυφλά πουλιά το τζάμι μου ραμφίζουν
το πλένει στα φανάρια ένα παιδί
κι ένας τελάλης σ' έρημη πλατεία
τριάντα χρόνια ψάχνει την αιτία

Στους δρόμους καβαλάρηδες καλπάζουν
και κυνηγούν τ' αδέσποτα σκυλιά
και οι νοικοκυραίοι που τρομάζουν,
ξορκίζουν μ' αγιασμό το σατανά

Δεν είναι εδώ Βαλκάνια, σου το 'πα
εδώ είναι παίξε γέλασε και σώπα
δεν είναι εδώ Βαλκάνια, σου το 'πα
εδώ είναι παίξε γέλασε και σώπα

Φυσάει ένας αέρας που σαρώνει,
μα εγώ είμ' ένα τραγούδι αλλοτινό
στου δρόμου το λιοπύρι και το χιόνι
αγύριστο κεφάλι θα γυρνώ

Στα χέρια σου αφήνω το τιμόνι
κι η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει
Στα χέρια σου αφήνω το τιμόνι
κι η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει






Άλκης Αλκαίος

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Ο δρόμος σου είσαι εσύ

Φεύγεις και πας είσαι καράβι
μπροστά κοιτάς η θάλασσά σου
πυρκαγιές και πάγοι.
Μα πιο μπροστά πάντα θα στέκει
ο γυρισμός σου στη φουρτούνα αντέχει.

Φεύγεις που πας και που πιστεύεις
τι κυνηγάς ποια γη σε θέλει
ποιον εαυτό γυρεύεις.
Όλα είναι εδώ κι όλα για πάντα
κάθε ταξίδι είναι γυρισμός.

Φεύγεις και πας που επιστρέφεις
σε ποια στεριά η ξενιτιά σου είναι όσα έχεις.
Κι όλα είναι εδώ κι όλα για πάντα
και πιο μακριά σου είσαι μόνο εσύ.

Εσύ γεννάς τη θάλασσα
και χτίζεις το καράβι
είσαι το εδώ και το αλλού
είσαι η γιορτή του γυρισμού
το δάκρυ του αποχωρισμού.
Και το ταξίδι σου είσαι εσύ
είσαι το κύμα το νησί
είσαι ο αέρας το πανί
και τ’ άσπρο μου μαντήλι.

Φεύγεις και πας που ταξιδεύεις
δρόμοι ανοιχτοί τα σύνορά σου είναι όπου αντέχεις.
Όλα είναι αλλού κι όλα για λίγο
όταν δεν ξέρεις πως ο δρόμος σου είσαι εσύ.






Αλκίνοος Ιωαννίδης

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Γυναίκα

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
 
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
 
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ' είδες;
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα






Νίκος Καββαδίας

Οι στιγμές

Είναι στιγμές που φεύγουν
χωρίς να το καταλάβεις.
Κι εσύ είσαι πνιγμένος 
σ' αυτές.


Τις ψάχνεις παντού
Θυμάσαι, κλαις.


Και τότε σβήνεις.
Μαζί με σένα
σβήνουν κι αυτές.


Δεν υπάρχουν στιγμές,
όπως δεν υπάρχεις κι εσύ.


Έφυγαν... Μακρυά...
Για πάντα...




Σ. Μ.
13-12-2010

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Μπαλάντα για τους ασφαλίτες

Αισθήματα έχω αδελφικά
για της ασφάλειας τα φτωχά λαγωνικά
που με χιόνια και βροχές
να με φυλάνε έχουν διαταγές

Μικρόφωνα βάζουν για ν' ακούν
όσα από το στόμα μου περνούν
τραγούδια και βρισιές κι αστεία
στον καμπινέ και στην τραπεζαρία

Αδέρφια μου ασφαλίτες εσείς μόνο
τον δικό μου ξέρετε τον πόνο

Εσείς ξέρετε πως
η σκέψη μου είναι διαρκώς
τρυφερή και παθιασμένη
στον αγώνα αφιερωμένη

Λόγια που αλλιώς θα 'χαν χαθεί
στα μαγνητόφωνά σας έχουνε γραφτεί

Και για ύπνο όταν πάτε
τα τραγούδια μου ξέρω τραγουδάτε

Ευχαριστώ γι αυτό πολύ
συνεργάτες μου πιστοί





Biermann Wolf

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Της ελπίδας το πλοίο

Δε ζήτησα ποτε τίποτα από σένα
Δεν ήθελα εσύ να με πληγώσεις
Εγώ όμως ημουν που σε κοίταζα στα ματια
Και δε σου είπα ποτέ ούτε ένα ψέμα.


Τα όνειρα μου όμως έσβησες στην άμμο
Σαν κάστρα έτοιμα να καταρρεύσουν
Τα σύννεφα έκρυψαν το φως της ελπίδας
Κι εσύ το δάκρυ σκούπισες με πόνο


Σκιές κινούνται γύρω μου, φωνάζουν
Τα μάτια προσπαθούν να μου κλείσουν
Δε θέλουν αύριο στη ζωή τη δική μου
Μα προχωράω με ελπίδα κι όνειρα.


Τι κι αν το μίσος γλεντάει στη ζωή μας
Η ελπίδα πλοίο είναι που θα ταξιδέψει
Σε δρόμους άγνωστους, αγνώστων αυταπάτες
Εκεί θα σε ζητάω εγώ και θα κοιτάω


Ήμουν σίγουρος πως η ελπίδα δε χάνεται
Ακόμα και το πλοίο όταν πέσει
Δε με φοβίζουν της θάλασσας τα κύμματα
Δεν είμαι που θα φύγει, θα τρέξει


Μέχρι το τέλος εγώ θα είμαι εδώ
Ακομα και αν ποτέ δεν τελειώσει
Θα ξέρω όμως πως έκανα εγώ το σωστό
Και πως η αρχή και το τέλος θα πονέσει…




Σ. Μ.
29-5-2010